Σύνθετο πρόγραμμα ενίσχυσης με μορφή αλυσίδας(πρόγραμμα αλυσίδας)
|
chain ή chained schedule of reinforcement
|
Σύνθεση δύο ή περισσότερων προγραμμάτων ενίσχυσης στην οποία το ενισχυτικό ερέθισμα ενός προγράμματος είναι το διακριτικό ερέθισμα ΕD για τ η ν παραγωγή ενίσχυσης του επόμενου προγράμματος, οδηγώντας στην παραγωγή μιας τελικής (συνήθως ΕΑΕ ) ενισχυτικής συνέπειας. Η παραγωγή ενός επιμέρους προγράμματος (και του σχετικού ΕΕΕ/ΕD του) εξαρτάται από τη συμπλήρωση του προηγούμενου προγράμματος.
|
Συντελεστική αλυσίδα
|
operant chain ή response chain
|
Γενικός όρος για τη συνολική αλληλουχία γεγονότων μιας σειράς διασυνδεδεμένων συναρτήσεων τριών όρων, όπου το εξαρτημένα ενισχυτικό ερέθισμα για την κάθε δράση (με εξαίρεση την τελευταία) είναι και το διακριτικό ερέθισμα ΕD (δηλαδή το πλαίσιο ενίσχυσης) για μια επόμενη δράση.
|
Συντελεστική αλυσίδα με λειτουργική ένωση
|
operant chain with functional unity
|
Συντελεστική αλυσίδα στην οποία η κάθε δράση δεν μπορεί να ενισχυθεί παρά μόνο με την παρουσία ενός συγκεκριμένου διακριτικού ερεθίσματος, ώστε η κάθε δράση της αλυσίδας να έχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο ενισχύεται και να παράγει το μοναδικό πλαίσιο στο οποίο ενισχύεται η επόμενη δράση, με ολόκληρη την αλυσίδα να βασίζεται στο ιστορικό ενίσχυσης της τελευταίας δράσης της με μια συγκεκριμένη συνέπεια.
|
Συντελεστική αλυσίδα χωρίς λειτουργική ένωση
|
operant chain without functional unity
|
Συντελεστική αλυσίδα στην οποία οι δράσεις παράγουν διακριτικά ερεθίσματα για πολλαπλές εναλλακτικές μορφές δράσης, χωρίς μια συγκεκριμένη σειρά ή κάποιο συγκεκριμένο, προβλεπόμενο τελικό ενισχυτικό γεγονός.
|
Συντελεστική γενίκευση ερεθισμάτων
|
operant stimulus generalization
|
Διεργασία συμπεριφοράς στην οποία, όταν μια μορφή δράσης ενισχύεται σε ένα περιβαλλοντικό πλαίσιο ΕD, η πιθανότητα εκδήλωσής της αυξάνεται και σε άλλα περιβαλλοντικά πλαίσια, μέχρι του σημείου που αυτά να μοιάζουν ή να έχουν κοινά στοιχεία με το πλαίσιο ενίσχυσης ΕD, και όταν μια μορφή δράσης δεν ενισχύεται σε ένα περιβαλλοντικό πλαίσιο ΕΔ , η πιθανότητα εκδήλωσής της μειώνεται και σε άλλα περιβαλλοντικά πλαίσια, μέχρι του σημείου που αυτά να μοιάζουν ή να έχουν κοινά στοιχεία με το πλαίσιο μη ενίσχυσης ΕΔ .
|
Συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων
|
operant stimulus discrimination
|
Διεργασία συμπεριφοράς στην οποία, όταν μια μορφή δράσης ενισχύεται στο περιβαλλοντικό πλαίσιο ΕD και δεν ενισχύεται στο όμοιο με αυτό περιβαλλοντικό πλαίσιο ΕΔ , μακροπρόθεσμα η πιθανότητα εκδήλωσής της γίνεται σχετικά μεγάλη στο πλαίσιο ενίσχυσης ΕD και σχετικά μικρή στο πλαίσιο μη ενίσχυσης ΕΔ .
|
Συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων υπό όρους
|
conditional discrimination
|
Πολύπλοκη συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων στην οποία η λειτουργία ενός αντικειμένου ή γεγονότος ως διακριτικού ερεθίσματος ΕD ή ΕΔ εξαρτάται από την παρουσία ή από την απουσία ενός καθοδηγητικά διακριτικού ερεθίσματος (ΕD(Κ)).
|
Συντελεστική διάκριση υπό τους όρους της αντιστοιχίας επιλογής-δείγματος
|
identity matching to sample
|
Πολύπλοκη συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων στην οποία η λειτουργία ενός αντικειμένου ή γεγονότος ως διακριτικού ερεθίσματος ΕD(πλαίσιο ενίσχυσης) για την επιλογή του ορίζεται από την αντιστοιχία των διαστάσεών του με αυτές ενός καθοδηγητικά διακριτικού ερεθίσματος [ΕD(Κ)] .
|
Συντελεστική διάκριση υπό τους όρους της μη αντιστοιχίας επιλογής-δείγματος
|
identity mismatching to sample
|
Πολύπλοκη συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων στην οποία η λειτουργία ενός αντικειμένου ή γεγονότος ως διακριτικού ερεθίσματος ED (πλαίσιο ενίσχυσης) για την επιλογή του ορίζεται από τη μη αντιστοιχία των διαστάσεων του με αυτές ενός καθοδηγητικά διακριτικού ερεθίσματος (E D(K)).
|
Συντελεστική διάκριση υπό τους όρους της συμβατικής αντιστοιχίας επιλογής-δείγματος
|
arbitrary matching to sample ή symbolic matching to sample
|
Πολύπλοκη συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων στην οποία η λειτουργία ενός αντικειμένου ή γεγονότος ως διακριτικού ερεθίσματος ED (πλαίσιο ενίσχυσης) για την επιλογή του ορίζεται από τη συμβατική (αυθαίρετα ή κατά παράδοση καθιερωμένη) αντιστοιχία των διαστάσεων του με αυτές ενός καθοδηγητικά διακριτικού ερεθίσματος (E D(K)) .
|
Συντελεστική διάκριση υπό τους όρους της συμβατικής αντιστοιχίας μιας σχετικής ιδιότητας του ερεθίσματος-επιλογής με το ερέθισμα-δείγμα
|
arbitrary relational matching to sample
|
Πολύπλοκη συντελεστική διάκρι-ση ερεθισμάτων στην οποία η λειτουργία ενός αντικειμένου ή γεγονότος ως διακριτι-κού ερεθίσματος ED (πλαίσιο ενίσχυσης) για τη ν επιλογή του ορίζεται από τη συμβατική (αυθαίρετα ή κατά παράδοση καθιερωμένη) αντιστοιχία των σχετικων διαστάσεων του (π.χ. νεότερο από, πριν από, κάτω από κ.λπ.) με αυτές ενός καθοδηγητικά διακριτικού ερεθίσματος ( E D(K) ) .
|
Συντελεστική μάθηση
|
operant conditioning ή instrumental conditioning
|
Γενικός όρος για τη δημιουργία καινούργιων μορφών δράσης (η διαμόρφωση δράσης) και τη διαφοροποίηση των συνθηκων στις οποίες οι δράσεις εκδηλωνονται και δεν εκδηλωνονται (η δημιουργία συντελεστικών διακρίσεων).
|
Συντελεστική συμπεριφορά
|
operant (ή instrumental) behavior
|
Γενικός όρος για όλες τις δράσεις, δηλαδή για όλα τα στοιχεία συμπεριφοράς που μπορούν να εκδηλωθούν χωρίς την αιτιολογική δραστηριότητα κάποιου αμέσως προηγούμενου ερεθίσματος. Οι δράσεις συντελούν ή αλλάζουν το περιβάλλον , και επομένως αλλάζει η πιθανότητα εκδήλωσης παρόμοιων με αυτές μορφών δράσης. Ενώ δεν προκαλούνται από πρότερα (της συμπεριφοράς) ερεθίσματα, εάν μια μορφή δράσης είναι πιο αποτελεσματική σε ένα περιβαλλοντικό πλαίσιο από ό,τι σε ένα άλλο , η παρουσίαση του πρώτου θα αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης της, ενώ η παρουσίαση του δεύτερου θα τη μειώνει (πρβλ. προκαλούμενη συμπεριφορά).
|
Συντελεστική τάξη (ή λειτουργική τάξη) δράσεων
|
operant class ή functional response class
|
Το σύνολο όλων των μορφών δράσης, είτε είναι παρόμοιες είτε ανόμοιες, που είναι λειτουργικά ισότιμες, που έχουν δηλαδή μια κοινή θετικά ή αρνητικά ενισχυτική συνέπεια. Επομένως, η πιθανότητα εκδήλωσης όλων των μελών μιας συντελεστικής τάξης μεταβάλλεται μαζί με τις σχετικές παρωθητικές διεργασίες, δηλαδή με γεγονότα που αλλάζουν την ενισχυτική δύναμη της κοινής τους συνέπειας. Για παράδειγμα, παρά τις διαφορές στη μορφή τους, η στέρηση της επαφής με τη φωνή και το λόγο ενός φίλου αυξάνει και την πιθανότητα εκδήλωσης της δράσης τού να περάσουμε από το σπίτι του και της δράσης τού να του τηλεφωνήσουμε, επειδή στο παρελθόν και οι δύο μορφές είχαν μια κοινή επίδραση στο περιβάλλον—τη ν παραγωγή της ενισχυτικής ομιλίας του . Βέβαια, η δράση τού να περάσουμε από το σπίτι του έχει επιφέρει και άλλα ΕΕ τα οποία δεν παράγονται τηλεφωνικώς. Έτσι , ενώ και οι δύο ανόμοιες μορφές ανήκουν στη συντελεστική τάξη των δράσεων που παράγουν την ενισχυτική ομιλία του φίλου μας, μόνο η μια ανήκει στη συντελεστική τάξη των δράσεων που παράγουν τ η ν ενισχυτική οπτική εμφάνισή του. Οποτε έχει πολλαπλές ενισχυτικές συνέπειες, η ίδια μορφή δράσης ανήκει ταυτόχρονα σε πολλαπλές συντελεστικές τάξεις.
|
Συστηματική απευαισθητοποίηση
|
systematic desensitization
|
Τεχνική θεραπείας της συμπεριφοράς τ ο υ J. Wolpe( οποία περιλαμβάνει την εκπαίδευση στην τεχνική προοδευτικής χαλάρωσης, την κατασκευή της ιεραρχίας φοβικών καταστάσεων και τη βαθμιαία έκθεση σε ΕΕ Π χωρίς τα ΕΑ Π για φοβικές αντιδράσεις, μέσω λεκτικών περιγραφών ή/και πραγματικής παρουσίασης των ΕΕ Π σε συνθήκες ρυθμισμένες από το θεραπευτή [γνωστή ως απευαισθητοποίηση in vivo (in vivo desensitization)].
|
Συσχέτιση ερεθισμάτων με καθυστέρηση
|
delay conditioning (respondent)
|
Συσχέτιση ουδέτερου και προκλητικού ερεθίσματος στην οποία η περίοδος μεταξύ της έναρξης του Ε0 και του ΕΠ είναι μεγαλύτερη από ό,τι στην κανονική συσχέτιση ερεθισμάτων. Όσο μεγαλύτερη είναι η περίοδος μεταξύ των δύο ερεθισμάτων, τόσο πιο αδύναμο θα είναι το εξαρτημένο αντανακλαστικό που θα δημιουργηθεί (ή μπορεί και να μη δημιουργηθεί καν).
|
Συσχέτιση ουδέτερων και προκλητικών ερεθισμάτων
|
stimulus pairing ή respondent conditioning
|
Απαραίτητη (αλλά όχι επαρκής) περιβαλλοντική συνθήκη για τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός εξαρτημένου αντανακλαστικού, και συγκεκριμένα η χωροχρονική συσχέτιση μεταξύ παρουσιάσεων ενός Ε°/ΕΕΠ και ενός ήδη προκλητικού ερεθίσματος (είτε ΕΑ Π είτε ΕΕΠ ) (στα αγγλικά ο όρος respondent conditioning χρησιμοποιείται επίσης για την απόκτηση ενός εξαρτημένου αντανακλαστικού που καθορίζεται από τη διαδικασία συσχέτισης ουδέτερων και προκλητικών ερεθισμάτων).
|
Συσσωρευτική αναφορά
|
cumulative record
|
Οποιαδήποτε γραφική παράσταση της συσσώρευσης εκδηλώσεων μιας μορφής δράσης ανάλογα με το πέρασμα του χρόνου, έτσι ώστε η κλίση της γραμμής να αντιπροσωπεύει τη συχνότητα εμφάνισης αυτών των δράσεων σε μια συγκεκριμένη περίοδο, είτε αυτή παράγεται άμεσα από ένα συσσωρευτικό καταγραφέα είτε εκ των υστέρων από άμεσες ποσοτικές παρατηρήσεις.
|
Συσσωρευτικός καταγραφέας
|
cumulative recorder
|
Μηχάνημα ή πρόγραμμα υπολογιστή που παρέχει μια άμεση και συνεχή απεικόνιση της συχνότητας εμφάνισης δράσεων με το πέρασμα του χρόνου, δηλαδή μια συσσωρευτική αναφορά.
|
Συχνότητα εμφάνισης (ή εκδήλωσης) δράσεων
|
(operant) response rate ή response frequency ή operant frequency
|
Βασική μέτρηση της πιθανότητας εκδήλωσης συντελεστικής συμπεριφοράς για τη διερεύνηση της αιτιώδους σχέσης της με γεγονότα προηγούμενα και επακόλουθα της συμπεριφοράς. Αναφέρεται στον αριθμό των μορφών δράσης μιας συντελεστικής τάξης οι οποίες εκδηλώνονται σε μια συγκεκριμένη περίοδο.
|