Πρόγραμμα μεταβλητού χρονικού διαστήματος (ΜΧΔ)
|
variable interval schedule (VI)
|
Μακροπρόθεσμη σχέση συμπεριφοράς-περιβάλλοντος στην οποία η ενίσχυση βασίζεται στην εκδήλωση μιας μόνο δράσης της συντελεστικής τάξης μετά από το πέρασμα ενός μεταβλητού χρονικού διαστήματος. Οι δράσεις που εκδηλώνονται πριν από τη λήξη αυτού του διαστήματος δεν συμβάλλουν στην παραγωγή του ενισχυτικού ερεθίσματος.
|
Προγράμματα εκατοστιαίας αναλογίας
|
percentile schedule
|
Πρόγραμμα προδιαγραμμένης αλλαγής στο κριτήριο ενίσχυσης στην κλινική ή εκπαιδευτική διαμόρφωση δράσεων, ανάλογα με το ρυθμό επαγωγής και ενδυνάμωσης καινούργιων εγγύτατων μορφών. Σε οποιαδήποτε στιγμή της διαμόρφωσης, η μόλις εκδηλωμένη μορφή δράσης θα ενισχυθεί εάν αποτελεί εγγύτερη προσέγγιση της επιδιωκόμενης μορφής σε σχέση με ένα συγκεκριμένο ποσοστό από τις αμέσως προηγούμενες εκδηλωμένες μορφές (π.χ. εάν μοιάζει πιο πολύ με την επιδιωκόμενη μορφή σε σχέση με τουλάχιστον πέντε από τις αμέσως προηγούμενες δέκα εκδηλωμένες δράσεις). Έτσι , το κριτήριο ενίσχυσης γίνεται αυτόματα περισσότερο ή λιγότερο απαιτητικό, ανάλογα με την πρόσφατη επίδοση του εκπαιδευόμενου ή θεραπευόμενου .
|
Προγράμματα κατά χρονικό διάστημα
|
interval schedule
|
Γενικός όρος για οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη σχέση συμπεριφοράς-περιβάλλοντος στην οποία η ενίσχυση βασίζεται στην εκδήλωση μίας μόνο δράσης της συντελεστικής τάξης μετά το πέρας ενός χρονικού διαστήματος. Οι δράσεις που εκδηλώνονται πριν από τη λήξη αυτού του διαστήματος δεν συμβάλλουν στην παραγωγή της ενισχυτικής συνέπειας. Συγκριτικά με τα προγράμματα αναλογίας, τα προγράμματα κατά χρονικό διάστημα διατηρούν σχετικά χαμηλές συχνότητες εκδήλωσης δράσεων.
|
Προδρομικές δράσεις
|
precurrent behavior
|
Δράσεις των οποίων η εκδήλωση επιφέρει διακριτικά ερεθίσματα ED και ΕΔ που προάγουν τη λύση προβλημάτων, δηλαδή την εκδήλωση μιας (μέχρι την εκδήλωσή της) άγνωστης μορφής δράσης η οποία επιφέρει ένα γνωστό ενισχυτικό αποτέλεσμα.
|
Προειδοποιητικό σήμα
|
warning signal
|
Σύντμηση του όρου εξαρτημένα αρνητικός ενισχυτής (ΕΕΕ) ή εξαρτημένα αρνητικά ενισχυτικό ερέθισμα. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα συχνά σε καταστάσεις στις οποίες ο -κατά συνέπεια δράσης- τερματισμός ενός EEE - ακυρώνει την παρουσίαση ενός EA E - (ή ακυρώνει τον τερματισμό ενός EEE +) που θα συνέβαινε εάν δεν εκδηλωνόταν η δράση αυτή.
|
Προκαλεί αντιδράσεις
|
elicit responding ή effect of CS or UCS
|
Αναγκάζει αντανακλαστικά μια ενέργεια του ατόμου· η επίδραση των προκλητικών ερεθισμάτων ( E E Π και EAΠ ) (πρβλ. με προξενεί την εκδήλωση δράσεων).
|
Προκαλούμενη συμπεριφορά
|
respondent ή elicited behavior
|
Γενικός όρος για όλες τις αντιδράσεις, δηλαδή για όλες τις συμπεριφορές που προκαλούνται αντανακλαστικά από ερεθίσματα τα οποία προηγούνται αυτών, συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων (ΑΑ) και των εξαρτημένων (ΑΕ) αντιδράσεων (πρβλ. με συντελεστική συμπεριφορά).
|
Προκλητική δύναμη
|
eliciting effectiveness
|
Σε μια συγκεκριμένη περίοδο, το επίπεδο της δύναμης ενός ερεθίσματος να προκαλεί μια συγκεκριμένη αντίδραση.
|
Προκλητικό ερέθισμα
|
eliciting stimulus
|
Οποιοδήποτε ερέθισμα το οποίο, όταν παρουσιαστεί, προκαλεί μια αντίδραση. Το Επ είναι ένας γενικός όρος που περιγράφει και τα ανεξάρτητα (ΕΑΠ ) και τα εξαρτημένα (ΕΕΠ) προκλητικά ερεθίσματα (πρβλ. με διακριτικό ερέθισμα ΕD).
|
Προληπτική ή τελετουργική συμπεριφορά
|
superstitious behavior
|
Συντελεστική συμπεριφορά η οποία διαμορφώνεται και διατηρείται από τη συμπτωματική ενίσχυση δράσεων, δηλαδή από την κατά σύμπτωση παρουσίαση θετικών ενισχυτών ή τον κατά σύμπτωση τερματισμό αρνητικών ενισχυτών.
|
Προξενεί την εκδήλωση δράσεων
|
evoke responding (effect of SD)
|
Η επίδραση ενός διακριτικού ερεθίσματος ED , δηλαδή η αύξηση της πιθανότητας εκδήλωσης μορφών δράσης που ενισχύονταν διαφορικά κατά την παρουσία του (πρβλ. με προκαλεί αντιδράσεις και αναστέλλει την εκδήλωση δράσεων).
|
Προξενούμενη συμπεριφορά
|
evoked (operant) behavior
|
Γενικός όρος για τις δράσεις των οποίων η πιθανότητα εκδήλωσης αυξάνεται από την παρουσίαση ενός διακριτικού ερεθίσματος ED (ενός πλαισίου ενίσχυσης αυτής της μορφής δράσης).
|
Προοδευτική χαλάρωση
|
progressive relaxation
|
Μέθοδος για την πρόκληση μυϊκής χαλάρωσης και παρασυμπαθητικής διέγερσης μέσα από το προσωρινό έντονο τέντωμα ομάδων των κύριων μυών του σώματος και την ελεγχόμενη βαθιά αναπνοή.
|
Προσωπικότητα
|
personality
|
Από την άποψη του συμπεριφορισμού, ονομασία για το σύνολο των τάσεων του ατόμου να αντιλαμβάνεται, να σκέφτεται, να αισθάνεται και να ενεργεί με τρόπους που το χαρακτηρίζουν, και που δεν αποτελεί αιτία τους. Κυρίως αναφέρεται σε συμπεριφορές που θεωρούνται προσαρμοσμένες ή μη προβληματικές (αφού οι προβληματικές συμπεριφορές αναφέρονται ως «ψυχοπαθολογία»). Όπως όλες οι συμπεριφορές, έτσι και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας διακρίνονται από μεταβλητότητα, αλλά η δυναμική καθοριστική αλληλεπίδρασή τους με τις περιβαλλοντικές συνθήκες είναι δυσδιάκριτη όταν οι συνθήκες είναι σταθερές για σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα.
|
Πρότερο (της συμπεριφοράς) ερέθισμα
|
antecedent stimulus ή απλώς antecedent
|
Κάθε ερέθισμα που προηγείται της εκδήλωσης μιας δράσης ή της πρόκλησης μιας αντίδρασης, ανεξάρτητα από την επίδραση ή μη επίδραση του στη συμπεριφορά. Ένα πρότερο ερέθισμα μπορεί να λειτουργεί ως διακριτικό ερέθισμα ΕD ή ΕΔ , ως προκλητικό ερέθισμα Επ , μπορεί επίσης να θεμελιώσει ή να εκμηδενίσει την ενισχυτική αποτελεσματικότητα ενός άλλο υ ερεθίσματος, ή μπορεί να μην έχει καμιά διακριτική, προκλητική ή παρωθητική λειτουργία. Επομένως, ενώ όλα τα διακριτικά και προκλητικά ερεθίσματα είναι απαραιτήτως πρότερα (της συμπεριφοράς) ερεθίσματα, άλλα πρότερα ερεθίσματα δεν επηρεά- ζουν τις συμπεριφορές που τα ακολουθούν. Για παράδειγμα, στην οδήγηση, η ξαφνική εμφάνιση ενός μπλε φορτηγού μπορεί να προξενήσει φρενάρισμα και να προκαλέσει φόβο. Ενώ το μπλε χρώμα του φορτηγού εμφανίστηκε πριν από τη δράση, μάλλον δεν προξένησε (ως ΕD) το φρενάρισμα, και μάλλον δεν προκάλεσε (ως Επ ) την αντίδραση φόβου, παρόλο που εμφανίστηκε τη στιγμή της πρόκλησής της.
|
Ράμφισμα πλήκτρου
|
keypeck
|
Αντιπροσωπευτική δράση περιστεριών η συχνότητα εκδήλωσης της οποίας μελετάται συχνά στην πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς. Αφού αποτελείται από σωματική ενέργεια η οποία κλείνει ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, το ράμφισμα πλήκτρου διαθέτει μορφολογικές ομοιότητες με τη χρήση πλήκτρων και διακοπτών στους ανθρώπους, αλλά η σημασία του έγκειται στο γεγονός ότι η λειτουργική μακροπρόθεσμη σχέση της συχνότητας εμφάνισης αυτής της μορφής δράσης με τα πρότερα και επακόλουθα στοιχεία του περιβάλλοντος έχει βρεθεί ότι γενικεύεται σε πολλές άλλες μορφές συμπεριφοράς πολλών βιολογικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου.
|
Ρεαλισμός
|
philosophical realism
|
Η φιλοσοφική βάση του μεθοδολογικού συμπεριφορισμού του J. B. Watson και των περισσότερων προσεγγίσεων της σημερινής ψυχολογίας. Ο ρεαλισμός θεωρεί δυνατή την αντικειμενική περιγραφή της πραγματικότητας, ανεξάρτητα δηλαδή από τις προσωπικές εμπειρίες του επιστήμονα. Στόχος είναι η περιγραφή των διαστάσεων του μοναδικού, αυτοτελούς αληθινού κόσμου, έστω και αν κάποια στοιχεία αυτής της περιγραφής δεν έχουν πραγματιστική ωφελιμότητα. Ο Watson, λόγου χάρη, πίστευε ότι ο αληθινός κόσμος περιέχει λεπτά ερεθίσματα που προκαλούν τις δράσεις ανθρώπων, παρότι τα «ερεθίσματα» αυτά δεν παρατηρούνται από κανέναν και επομένως δεν αυξάνουν τη δυνατότητα πρόβλεψης ή ελέγχου της συμπεριφοράς. Παρομοίως, οι σημερινοί γνωστικοί ψυχολόγοι πιστεύουν ότι η πραγματικότητα περιέχει γνωστικά γεγονότα που προκαλούν την κάθε δράση, παρότι κανείς δεν μπορεί να παρατηρήσει, σε οποιαδήποτε συνθήκη, την ανεξάρτητη επίδραση αυτών των «γεγονότων» στη συμπεριφορά, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αυξάνουν τη δυνατότητα πρόβλεψης ή ελέγχου της. Ο ρεαλισμός δεν ταυτίζει τη γνώση ενός φαινομένου με την πρακτική ωφελιμότητα της περιγραφής του, αλλά με την αντιστοιχία της προς την πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται βέβαια ο εκάστοτε επιστήμονας. Άλλοι επιστήμονες θα έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τις διαστάσεις της πραγματικότητας, χωρίς να υπάρχει ένα κριτήριο που να καθορίζει ποια είναι η πιο αληθινή πρόταση για τη φύση του φαινομένου (πρβλ. με πραγματισμό).
|
Ρεπερτόριο συμπεριφοράς
|
behavioral repertoire
|
Το σύνολο των συμπεριφορών ενός ατόμου που είναι δυνατόν να εκδηλωθούν ή να προκληθούν σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής του , δεδομένης της παροχής των κατάλληλων συνθηκών. Για παράδειγμα, λέγεται ότι το ρεπερτόριο συμπεριφοράς ενός ατόμου περιέχει τη διάκριση του πράσινου και του κόκκινου χρώματος, ακόμα και εάν δεν τα διακρίνει τη συγκεκριμένη στιγμή, εφόσον υπάρχει απόδειξη από προηγούμενες παρατηρήσεις ότι τα ερεθίσματα αυτά λειτουργούν ως διακριτικά ερεθίσματα για τη συμπεριφορά του.
|
Σήμα ασφάλειας
|
safety signal
|
Σε πλαίσιο τιμωρίας, τα αυτόματα και άλλα ερεθίσματα που παράγονται κατά την εκδήλωση μη τιμωρημένων μορφών δράσης, τα οποία αποκτούν εξαρτημένα θετικά ενισχυτική δύναμη λόγω της διαφορικής απουσίας τους κατά τις συνέπειες των τιμωρημένων μορφών, δηλαδή κατά την παρουσίαση αρνητικών ενισχυτών (EA E - ή EEE- ) ή κατά τον τερματισμό θετικών ενισχυτών (EAE + ή EEE+). Ως εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα ( EEΠ ) , τα σήματα ασφάλειας προκαλούν εξαρτημένες αντιδράσεις (ΑΕ) παρόμοιες με αυτές που προκαλούνται ανεξάρτητα από τον τερματισμό των EE- ή από την ανάκτηση των EE+, όπως η ανακούφιση, η ασφάλεια, η ηρεμία και άλλα.
|
Σταθερότητα της συμπεριφοράς
|
stability of behavior
|
Όρος για τη σχετική αμεταβλητότητα σε οποιαδήποτε διάσταση της συμπεριφοράς, ιδιαίτερα στη συχνότητα εκδήλωσης των δράσεων μιας συντελεστικής τάξης. Στην εκτεταμένη πειραματική ανάλυση της ατομικής συμπεριφοράς θεωρείται το κριτήριο για την αξιολόγηση της ανεξάρτητης επίδρασης ενός χειρισμού της σχέσης συμπεριφοράς-περιβάλλοντος. Eπιτυγχάνεται μέσα από τον άμεσο και ενεργητικό έλεγχο των εξωγενών μεταβλητών και την εκτεταμένη παρατήρηση της συμπεριφοράς στις ίδιες συνθήκες. Δεν ταυτίζεται με τη στερεοτυπία της συμπεριφοράς, δηλαδή με ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο ποικιλίας στη μορφή δράσης· π.χ. σε ένα πρόγραμμα διαφορικής ενίσχυσης μεταβλητότητας, η συχνότητα εκδήλωσης μορφών δράσης της συντελεστικής τάξης μπορεί να είναι σταθερή, ενώ οι ίδιες οι μορφές χαρακτηρίζονται από υψηλή μεταβλητότητα, και όχι από στερεοτυπία.
|