Εξαρτημένο αντανακλαστικό
|
conditional (ή conditioned) reflex
|
Αντανακλαστικό του οποίου η ύπαρξη και η ισχύς εξαρτώνται από τη συσχέτιση ενός ουδέτερου ερεθίσματος Ε0 με ένα ήδη προκλητικό ερέθισμα (ΕΑΠ ή ΕΕΠ ). Γενικός όρος που περιλαμβάνει εξαρτημένα αντανακλαστικά της πρώτης τάξης (δηλαδή τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που δημιουργούνται από τη συσχέτιση ενός Ε0 με ένα ΕΑΠ) καθώς επίσης της δεύτερης και των ανώτερων τάξεων.
|
Εξαρτημένο αντανακλαστικό της δεύτερης τάξης
|
second-order conditional reflex
|
Αντανακλαστικό του οποίου η ύπαρξη εξαρτάται από τη συσχέτιση ενός ουδέτερου ερεθίσματος (Ε0) με ένα εξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα (ΕΕΠ) ,το οποίο απέκτησε την προκλητική του δύναμη από τη συσχέτισή του με ένα ανεξάρτητα προκλητικό ερέθισμα(ΕΑΠ).
|
Εξαρτημένο αντανακλαστικό των ανώτερων τάξεων
|
higher-order conditional reflex
|
Αντανακλαστικό του οποίου η ύπαρξη εξαρτάται από τη συσχέτιση ενός ουδέτερου ερεθίσματος (Ε0)με ένα εξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα (ΕΕΠ), το οποίο απέκτησε την προκλητική του δύναμη από τη συσχέτιση του με κάποιο άλλο εξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα (ΕΕΠ) .
|
Εξαρτημένος ενισχυτής
|
conditional (ή secondary ή acquired) reinforcer
|
βλ. εξαρτημένα ενισχυτικό ερέθισμα.
|
Εξαρτημένος ενισχυτής γενικής αποτελεσματικότητας
|
generalized conditional reinforcer
|
Εξαρτημένα ενισχυτικό ερέθισμα το οποίο λειτουργεί ως διακριτικό ερέθισμα ED για την παραγωγή πολλαπλών ειδών ενισχυτικών ερεθισμάτων και επομένως δεν χάνει την ενισχυτική δύναμη του με τον κορεσμό σε σχέση με κάποιο τμήμα των ενισχυτών που παράγονται αποκλειστικά ή κυρίως κατά την παρουσία του .
|
Εξοικείωση
|
adaptation ή habituation
|
Φαινόμενο της προκαλούμενης συμπεριφοράς στο οποίο το μέγεθος της αντίδρασης μειώνεται και η λανθάνουσα περίοδος αυξάνεται κατά την επανειλημμένη ή την εκτεταμένη παρουσίαση του προκλητικού ερεθίσματος (πρβλ.με αποεξοικείωση και ευαισθητοποίηση).
|
Εξωγενής μεταβλητή
|
extraneous variable
|
Σε ένα ψυχολογικό πείραμα, κάθε γεγονός,εκτός από την ανεξάρτητη μεταβλητή, το οποίο μπορεί να αλλάξει το επίπεδο της εξαρτημένης μεταβλητής. Είναι ικανή να παραπλανήσει τον ερευνητή και να τον κάνει να πιστέψει ότι υπάρχει μια λειτουργική σχέση μεταξύ ανεξάρτητης και εξαρτημένης μεταβλητής,ενώ δεν υπάρχει, και το αντίστροφο.
|
Εξωτερικό ερέθισμα
|
exteroceptive ή external stimulus
|
Κάθε ερέθισμα που υπάρχει έξω από το σώμα ενός ατόμου.
|
Επαγωγή δράσεων
|
induction ή response generalization
|
Διεργασία της συντελεστικής συμπεριφοράς, αναφέρεται στην εκδήλωση καινούργιων μορφών δράσης είτε από την ενίσχυση παρόμοιων με αυτές μορφών (επαγωγή δράσεων λόγω ενίσχυσης) είτε από την εξάλειψη της ενίσχυσης των προηγούμενα ενισχυμένων μορφών (επαγωγή δράσεων λόγω εξάλειψης της ενίσχυσης). Με άλλα λόγια, ο όρος χαρακτηρίζει την επίδραση της ενίσχυσης (ή της εξάλειψης της ενίσχυσης) στην πιθανότητα εκδήλωσης σχετικών μορφών δράσης των οποίων οι διαστάσεις διαφέρουν από εκείνες των ενισχυμένων (ή των μη ενισχυμένων)μορφών. Αποτελεί βασικό στοιχείο της διεργασίας διαμόρφωσης δράσης.
|
Επακόλουθο (από εκδηλώσεις δράσεων) ερέθισμα
|
consequence ή contiguous event
|
Οποιοδήποτε ερέθισμα (ή τερματισμός ερεθίσματος) που ακολουθεί την εκδήλωση μιας δράσης,ανεξάρτητα από το εάν η δράση αυτή πραγματικά επέφερε ή τερμάτισε το ερέθισμα.Το ερέθισμα αυτό μπορεί να λειτουργεί ως θετικός ενισχυτής ΕΕ+,ως αρνητικός ενισχυτής ΕΕ- ,ή να μην έχει καμιά ενισχυτική λειτουργία.Ενώ δηλαδή όλα τα ενισχυτικά γεγονότα (η παραγωγή των ΕΕ+ και ο τερματισμός των ΕΕ-) είναι απαραιτήτως τα επακόλουθα δράσεων, άλλα επακόλουθα δράσεων δεν αλλάζουν τη συχνότητα εμφάνισής τους. Για παράδειγμα, εάν λέμε «μπράβο» κάθε φορά που παρατηρούμε ένα παιδί να βάζει τα ρούχα του στη θέση τους, οπότε συνεπώς δεν αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης αυτής της μορφής δράσης, τότε το ερέθισμα «μπράβο» αποτελεί επακόλουθο αυτής της δράσης αλλά δεν την ενισχύει (δεν είναι ενισχυτικό ερέθισμα) (πρβλ.με ενισχυτικό ερέθισμα).
|
Επανάληψη πειραματικών συνθηκών
|
replication
|
Οποιαδήποτε επανάληψη μιας πειραματικής διαδικασίας για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας ή/και τη δυνατότητα γενίκευσης των πειραματικών ευρημάτων. Στην άμεση επανάληψη [direct replication] γίνεται προσπάθεια ώστε οι πειραματικές συνθήκες να είναι κατά το δυνατόν ίδιες με εκείνες που υπήρχαν στην αρχική παρατήρηση της επίδρασης (π.χ. στις φάσεις Α και Β ενός πειραματικού σχεδίου ΑΒΑΒ), για να δοκιμαστεί η αξιοπιστία αλλά όχι η δυνατότητα γενίκευσης των αρχικών ευρημάτων. Στη συστηματική επανάληψη [systematic replication] πραγματοποιείται μια παραμετρική αλλαγή μίας διάστασης από την αρχική πειραματική διαδικασία (π.χ. μια αλλαγή υποκειμένου, ίσως ενός άλλου βιολογικού είδους, ή μια αλλαγή στα συγκεκριμένα ερεθίσματα ή σε μια διάσταση της σχέσης μεταξύ συμπεριφοράς-περιβάλλοντος), προκειμένου να δοκιμαστούν και η αξιοπιστία και η δυνατότητα γενίκευσης των αρχικών ευρημάτων.
|
Eπεξηγηματική (ή εξηγητική) έννοια
|
explanatory concept
|
Οποιαδήποτε πρόταση για τον τρόπο καθορισμού ενός φυσικού φαινομένου, συμπεριλαμβανομένης της συμπεριφοράς. Σύμφωνα με την πραγματιστική φιλοσοφική βάση του συμπεριφορισμού (και της αποτελεσματικής επιστήμης γενικότερα), προσπαθούμε να περιορίσουμε τον αριθμό των επεξηγηματικών εννοιών στο ελάχιστο.Φυσικά δεν θέλουμε λιγότερες επεξηγηματικές έννοιες από όσες θα ήταν ωφέλιμες για την πρόβλεψη και τον πρακτικό έλεγχο της συμπεριφοράς. Ενώ οι επεξηγηματικές έννοιες πολλών άλλων προσεγγίσεων της ψυχολογίας αναφέρονται σε νοητικά ή ψυχικά γεγονότα, αυτές του συμπεριφορισμού περιορίζονται στο φυσικό κόσμο.
|
Επίδειξη συμπεριφοράς προς μίμηση
|
modelling
|
Η παροχή, μέσω δράσης, των διακριτικών ερεθισμάτων ED που μπορεί να προξενούν την εκδήλωση αντίστοιχων δράσεων ενός μιμητή, όπου η αντιστοιχία ερεθισμάτων των συμπεριφορών μοντέλου-μιμητή ενισχύει την επίδειξη συμπεριφοράς του μοντέλου.
|
Επιδιωκόμενη μορφή δράσης
|
target response form
|
Στην εκπαιδευτική ή κλινική εφαρμογή της διαμόρφωσης δράσεων, μια μορφή δράσης που λείπει από το ρεπερτόριο συμπεριφοράς του ατόμου της οποίας η διαμόρφωση είναι ο στόχος της παρέμβασης. Οι διαστάσεις της αναλύονται για τη διαπίστωση της εγγύτατης προσέγγισης της στο τρέχον ρεπερτόριο του εκπαιδευόμενου ή του θεραπευόμενου, καθώς και των εκάστοτε εγγύτατων προσεγγίσεων που θα επάγονται κατά την πορεία της διαμόρφωσής της.
|
Επίδραση εμποδίου ή επίδραση του Kamin
|
blocking effect ή Kamin effect
|
Φαινόμενο στην απόκτηση ενός εξαρτημένου αντανακλαστικού με ένα σύνθετο ουδέτερο ερέθισμα (ΕΟ), όπου εάν ένα από τα στοιχεία του σύνθετου ΕΟ συσχετίστηκε προηγουμένως με το συγκεκριμένο ανεξάρτητα προκλητικό ερέθισμα (ΕΑΠ) , μόνο αυτό το στοιχείο θα αποκτήσει προκλητική δύναμη από τη συ- σχέτιση του σύνθετου ΕΟ με αυτό το ΕΑΠ. Η προηγούμενη συσχέτιση του ΕΑΠ με ένα στοιχείο του σύνθετου ερεθίσματος «εμποδίζει» την απόκτηση προκλητικής δύναμης του άλλου στοιχείου, ακόμα και όταν το δεύτερο στοιχείο είναι πιο έντονο.
|
Επίδραση επισκίασης
|
overshadowing
|
Φαινόμενο στην απόκτηση ενός εξαρτημένου αντανακλαστικού με ένα σύνθετο ουδέτερο ερέθισμα (ΕΟ), το οποίο αποτελείται από ένα πιο έντονο και ένα λιγότερο έντονο ερέθισμα. Συνήθως, μόνο το πιο έντονο από τα δύο ερεθίσματα αποκτά προκλητική δύναμη από τη συσχέτισή του με το ανεξάρτητο προκλητικό ερέθισμα ( ΕΑΕ ) .
|
Επίδραση της αντίθεσης προγραμμάτων
|
behavioral contrast effect
|
Ονομασία για την αντίστροφη συνάρτηση μεταξύ της συχνότητας εμφάνισης δράσεων σε ένα επιμέρους πρόγραμμα ενός πολλαπλού προγράμματος ενίσχυσης και της συχνότητας ενίσχυσης δράσεων στο άλλο επιμέρους πρόγραμμα. Όταν μια μείωση στη συχνότητα ενίσχυσης σε ένα επιμέρους πρόγραμμα ενός πολλαπλού προγράμματος ενίσχυσης (ΠΟΛ) αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης δράσεων στο άλλο επιμέρους πρόγραμμα, το φαινόμενο ονομάζεται θετική αντίθεση [positive contrast], ενώ όταν μια αύξηση στη συχνότητα ενίσχυσης σε ένα επιμέρους πρόγραμμα ενός ΠΟΛ μειώνει τη συχνότητα εμφάνισης δράσεων στο άλλο επιμέρους πρόγραμμα, το φαινόμενο ονομάζεται αρνητική αντίθεση [negative contrast]. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και σε άλλα σύνθετα προγράμματα ενίσχυσης.
|
Eπίδραση της μερικής ενίσχυσης στην εξάλειψη
|
partial reinforcement extinction effect (PREE)
|
Γενικευμένη παρατήρηση ότι στην εξάλειψη της ενίσχυσης η συχνότητα εμφάνισης δράσεων μειώνεται πιο γρήγορα όταν η εξάλειψη έπεται της συνεχούς ενίσχυσης (δηλαδή ΑΑ 1) παρά όταν έπεται ενός οποιουδήποτε άλλου προγράμματος ασυνεχούς (μερικής) ενίσχυσης.
|
Eπίκτητη αδυναμία ή («μαθημένη ανικανότητα»)
|
learned helplessness
|
Εξηγητική έννοια της γνωστικής ψυχολογίας για ένα είδος αποτυχημένης φυγής από τους αρνητικούς ενισχυτές. Στο φαινόμενο που η έννοια αυτή «εξηγεί», η πιθανότητα εκδήλωσης μορφών δράσεων που κάποτε τερμάτιζαν αρνητικούς ενισχυτές μειώνεται λόγω εξάλειψης της αρνητικής ενίσχυσης τους. Κατά συνέπεια, η πιθανότητα εκδήλωσης αυτών των μορφών είναι μικρή και σε μια επόμενη συνθήκη, που επίσης περιέχει αρνητικούς ενισχυτές, στην οποία όμως θα ήταν αποτελεσματική η εκ νέου εκδήλωση αυτών των κάποτε αποτελεσματικών δράσεων. Σύμφωνα με τη γνωστική θεώρηση, η εξάλειψη της ενίσχυσης στην πρώτη συνθήκη θεωρητικά δημιουργεί νοητικά «γεγονότα» (η λεγόμενη «αδυναμία»), τα οποία (παρά την έλλειψη ύλης) θεωρούνται ότι αναστέλλουν την εκδήλωση των κάποτε (και ξανά) αποτελεσματικών δράσεων στην επόμενη συνθήκη. Από συμπεριφοριστική άποψη, οι επιδράσεις της εξάλειψης της αρνητικής ενίσχυσης σε ένα πλαίσιο (ΕΕ- /ΕΔ) γενικεύονται σε άλλα πλαίσια μέχρι του σημείου όπου αυτά να μοιάζουν ή να έχουν κοινά στοιχεία με το πρώτο πλαίσιο, φαινόμενο γνωστό ως γενίκευση της αναστολής δράσεων κατόπιν εξάλειψης της αρνητικής ενίσχυσης [generalized operant Inhibition due to extinction of negative reinforcement].
|
Επιλεκτική προσοχή
|
selective attention
|
Φαινόμενο της συντελεστικής διάκρισης ερεθισμάτων, στο οποίο μόνο ένα τμήμα ή μια διά- σταση ενός σύνθετου διακριτικού ερεθίσματος ED προξενεί την εκδήλωση δράσεων της μορφής που έχουν ενισχυθεί διαφορικά κατά την παρουσία του, ή/και μόνο ένα τμήμα ή μια διάσταση ενός σύνθετου διακριτικού ερεθίσματος ΕΔ αναστέλλει την εκδήλωση της μορφής δράσης που δεν έχει ενισχυθεί διαφορικά κατά την παρουσία του.
|