Eνδολεκτική διάκριση
|
intraverbal (discrimination)
|
Λεκτική συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων με ΕD τη δομή, το φθόγγο ή το ρυθμό του λόγου, όπου η δράση ενισχύεται από τη συμβατική αντιστοιχία της με το λεκτικό ερέθισμα. Για παράδειγμα, το λεκτικό ερέθισμα «Σε γνωρίζω από την κόψη» προξενεί την εκδήλωση της λεκτικής δράσης «του σπαθιού την τρομερή» λόγω της διαφορικής ενίσχυσής της κατά την παρουσία του πρώτου στίχου.
|
Eνίσχυση
|
reinforcement
|
Διεργασία της συντελεστικής συμπεριφοράς στην οποία η πιθανότητα εκδήλωσης μιας μορφής δράσης αυξάνεται λόγω των επακόλουθων των εκδηλώσεών της, τα οποία επακόλουθα αποτελούνται είτε από την παραγωγή είτε από τον τερματισμό ερεθισμάτων και συμβαίνουν είτε ως «πραγματικές» συνέπειες είτε ως κατά σύμπτωση επακόλουθα των εκδηλώσεων δράσης. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για την περιγραφή της διαδικασίας της ρύθμισης των θετικά ή αρνητικά ενισχυτικών συνεπειών δράσεων.
|
Ενισχυτής
|
reinforcer
|
βλ. ενισχυτικό ερέθισμα.
|
Ενισχυτική δύναμη ή αποτελεσματικότητα
|
reinforcing effectiveness
|
Η δυνατότητα ενός ερεθίσματος να αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης των μορφών δράσης που το επιφέρουν (θετικά ενισχυτική αποτελεσματικότητα)ή να αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης των μορφών δράσης που το τερματίζουν ή το περιορίζουν (αρνητικά ενισχυτική αποτελεσματικότητα). Η ενισχυτική δύναμη οποιουδήποτε ερεθίσματος μεταβάλλεται ανάλογα με τις σχετικές παρωθητικές διαδικασίες.
|
Ενισχυτικό γεγονός
|
reinforcing event
|
Η εμφάνιση ενός θετικά ενισχυτικού ερεθίσματος (ΕΕ+) ή η εξαφάνιση ενός αρνητικά ενισχυτικού ερεθίσματος.
|
Ενισχυτικό ερέθισμα
|
reinforcing stimulus (SR)
|
Γενικός όρος που περιλαμβάνει θετικά (ΕΕ+) και αρνητικά ενισχυτικά ερεθίσματα (ΕΕ-) ,είτε αυτά είναι ανεξάρτητα (ΕΑΕ ) είτε εξαρτημένα ενισχυτικά (ΕΕΕ),και υποδηλώνει οποιοδήποτε ερέθισμα του οποίου η παροχή ή ο τερματισμός κατά συνέπεια δράσεων αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης παρόμοιων με αυτές μορφών δράσης. Ορίζεται από αυτή τη συγκεκριμένη επίδραση στη συμπεριφορά ενός ατόμου σε μια συγκεκριμένη περίοδο, και όχι από τη δημοτικότητά του ή την επίδραση που αναμένεται να έχει.Αναφέρεται και ως ενισχυτής.
|
Έννοια
|
concept ή conception
|
Στη γνωστική ψυχολογία και στην κοινή γνώμη, υποθετικά καθοριστικός παράγοντας της συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τη συμπεριφοριστική προσέγγιση, η γενίκευση της επίδρασης ενός διακριτικού ερεθίσματος ΕD σε καινούργια αλλά όμοια με το ΕD πλαίσια, στα οποία ενισχύονται επίσης οι εκδηλώσεις αυτής της μορφής δράσης, σε συνδυασμό με τη γενίκευση της επίδρασης του σχετικού διακριτικού ερεθίσματος ΕΔ σε καινούργια αλλά όμοια με το ΕΔ πλαίσια, στα οποία επίσης δεν ενισχύονται οι εκδηλώσεις αυτής της μορφής δράσης (με λίγα λόγια,μια «επιτυχημένη» γενικευμένη συντελεστική διάκριση).
|
'Eνταση αντίδρασης
|
response intensity (in respondent behavior)
|
Συνώνυμη με το μέγεθος αντίδρασης, η ένταση αντίδρασης είναι μία από τις δύο βασικές μετρήσεις της ισχύος αντανακλαστικών.
|
Ένταση δράσης
|
response intensity (in operant behavior)
|
To επίπεδο ενέργειας μιας δράσης.Δεν προσφέρει κάποια ένδειξη της πιθανότητας εκδήλωσης δράσεων, επειδή μια δράση μικρής έντασης (π.χ. η παρακολούθηση της τηλεόρασης)μπορεί να εκδηλώνεται πολύ συχνά, ενώ μια δράση μεγάλης έντασης (π.χ. η γυμναστική) πολύ σπάνια. Μπορούμε όμως να μετρήσουμε τη συχνότητα εμφάνισης δράσεων με συγκεκριμένες εντάσεις ως μέτρηση της πιθανότητας εκδήλωσής τους.
|
Ένταση ερεθίσματος
|
stimulus intensity
|
Ο βαθμός δύναμης ή ενέργειας ενός ερεθίσματος.
|
Εξάλειψη της ενίσχυσης
|
operant extinction
|
Διαδικασία κατά την οποία παύει η παροχή των ΕΕ+ ως συνέπεια δράσεων (εξάλειψη της θετικής ενίσχυσης) ή παύει ο τερματισμός των ΕΕ- ως συνέπεια δράσεων (εξάλειψη της αρνητικής ενίσχυσης) (στα αγγλικά ο όρος operant extinction χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει τη μείωση της πιθανότητας εκδήλωσης δράσεων που καθορίζεται συχνά -αλλά όχι πάντα- από αυτή τη διαδικασία).
|
Eξαναγκαστικός έλεγχος
|
coercive control
|
Γενικός όρος για τον καθορισμό της συμπεριφοράς μέσω της παροχής αρνητικών ενισχυτών και του τερματισμού θετικών ενισχυτών ως συνεπειών δράσεων (δηλαδή μέσω θετικής και αρνητικής τιμωρίας), καθώς και μέσω του -κατά συνεπειών δράσης - τερματισμού των αρνητικών ενισχυτών που παρασχέθηκαν (δηλαδή μέσω της αρνητικής ενίσχυσης) (πρβλ.με έλεγχο της συμπεριφοράς).
|
Eξαρτημένα αρνητικός ενισχυτής ή εξαρτημένα αρνητικά ενισχυτικό ερέθισμα
|
conditional negative reinforcer ή conditioned aversive stimulus ή pre-aversive stimulus
|
Αρνητικά ενισχυτικό ερέθισμα του οποίου η ενισχυτική δύναμη εξαρτάται από τη διαφορική παρουσία του όταν εμφανίζονται άλλοι αρνητικοί ενισχυτές ( ΕΕΕ- ή ΕΑΕ-) ή όταν τερματίζονται θετικοί ενισχυτές (EEE+ ή EAE+), δηλαδή από την παρουσία του ως διαφορικού πλαισίου τιμωρίας. Είναι επίσης γνωστό ως προειδοποιητικό σήμα [warning signal].
|
Eξαρτημένα ενισχυτική αποτελεσματικότητα (ή δύναμη)
|
conditional reinforcing effectiveness
|
Σε μια συγκεκριμένη περίοδο, το επίπεδο της δύναμης ενός ερεθίσματος να αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης των μορφών δράσης που το επιφέρουν (εξαρτημένα θετικά ενισχυτική δύναμη) ή το τερματίζουν (εξαρτημένα αρνητικά ενισχυτική δύναμη).
|
Eξαρτημένα ενισχυτικό ερέθισμα
|
conditional (ή secondary) reinforcing stimulus
|
Γενικός όρος για οποιοδήποτε θετικά ή αρνητικά ενισχυτικό ερέθισμα του οποίου η ενισχυτική δύναμη βασίζεται στη διαφορική παρουσία του όταν οι δράσεις ενισχύονται θετικά ή αρνητικά (εξαρτημένα θετικός ενισχυτής, EEE + ) ή στη διαφορική παρουσία του όταν οι δράσεις τιμωρούνται θετικά ή αρνητικά (εξαρτημένα αρνητικός ενισχυτής, ΕΕΕ- ).
|
Eξαρτημένα θετικός ενισχυτής ή εξαρτημένα θετικά ενισχυτικό ερέθισμα
|
conditional positive reinforcer, συχνά αναφέρεται απλώς ως conditional ή secondary ή acquired reinforcer
|
Θετικά ενισχυτικό ερέθισμα του οποίου η ενισχυτική δύναμη εξαρτάται από τη λειτουργία του ως διακριτικού ερεθίσματος ED (δηλαδή ως διαφορικό πλαίσιο ενίσχυσης) για την παραγωγή ενός άλλου θετικού ενισχυτή (ΕΕΕ + ή EAE +) ή για τον τερματισμό ενός αρνητικού ενισχυτή.
|
Eξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα
|
conditional stimulus (CS)
|
Οποιοδήποτε προκλητικό ερέθισμα του οποίου η προκλητική δύναμη βασίζεται ή εξαρτάται από τη συσχέτισή του με κάποιο άλλο προκλητικό ερέθισμα.
|
Eξαρτημένη αντίδραση
|
conditional response (CR)
|
Η αντίδραση που προκαλείται από ένα εξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα (ΕΕΠ). Σε σχέση με την ανεξάρτητη αντίδραση που προκαλείται από το ΕΑΠ με το οποίο συσχετίζεται το ΕΕΠ, η εξαρτημένη αντίδραση είναι μικρότερου μεγέθους, προκαλείται κατόπιν μεγαλύτερης λανθάνουσας περιόδου (ΕΠ ->Α) και μπορεί να διαφέρει και σε άλλες διαστάσεις.
|
Εξαρτημένη ενίσχυση
|
conditional reinforcement
|
Η αύξηση στην πιθανότητα εμφάνισης δράσεων από την παροχή ενός εξαρτημένα θετικού ενισχυτή (ΕΕΕ +) ή από τον τερματισμό ενός εξαρτημένα αρνητικού ενισχυτή ως επακόλουθα δράσεων. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για την περιγραφή της διαδικασίας ρύθμισης των εξαρτημένα (θετικά ή αρνητικά) ενισχυτικών συνεπειών δράσεων.
|
Εξαρτημένη μεταβλητή
|
dependent variable
|
Σε οποιοδήποτε ψυχολογικό πείραμα, μια μέτρηση του επιπέδου του φαινομένου συμπεριφοράς που διερευνά ο πειραματιστής, η οποία αντιπροσωπεύει κάποιο συγκεκριμένο ή γενικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των οργανισμών στη ζωή εκτός του πειράματος.
|