Διέγερση
|
arousal
|
Φαινόμενο της προκαλούμενης συμπεριφοράς (ΑΑ και ΑΕ), η πρόκληση της δραστηριότητας του αυτόνομου νευρικού συστήματος, είτε του συμπαθητικού είτε του παρασυμπαθητικού, ή η πρόκληση μιας σύνθετης αντίδρασης που περιέχει τέτοια δραστηριότητα, όπως είναι η σεξουαλική διέγερση, η ορεκτική διέγερση ή η αφύπνιση.
|
Διεργασία συμπεριφοράς
|
process ή behavioral process
|
Στην ψυχολογία, όρος που υποδηλώνει το σύνολο οποιασδήποτε συγκεκριμένης, συστηματικής ρύθμισης της σχέσης συμπεριφοράς-περιβάλλοντος ενός οργανισμού (στο πλαίσιο πειράματος ή στη φύση, ρυθμισμένο σκόπιμα ή όχι, ρυθμισμένο από άνθρωπο ή όχι) μαζί με τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς που καθορίζονται από αυτή τη ρύθμιση (πρβλ. με διαδικασία).
|
Δράση
|
response (in operant behavior) ή operant
|
Μονάδα της συντελεστικής συμπεριφοράς, η εκδήλωση της οποίας δεν απαιτεί την παρουσίαση οποιουδήποτε πρότερου ερεθίσματος και μπορεί να αλλάζει (ή να μην αλλάζει) το περιβάλλον εντός ή εκτός του σώματος του ατόμου με τρόπους που αλλάζουν την επακόλουθη πιθανότητα εκδήλωσης παρόμοιων με αυτήν μονάδων συμπεριφοράς.Στα αγγλικά ο όρος response (δηλαδή «αντίδραση») χρησιμοποιείται για τη μονάδα και της συντελεστικής και της προκαλούμενης συμπεριφοράς. Όπως παρατήρησαν ο Skinner και αρκετοί άλλοι αναλυτές της συμπεριφοράς, αυτή η χρήση δημιουργεί σύγχυση επειδή η αγγλική λέξη response (όπως και η αντίστοιχη ελληνική «αντίδραση») δηλώνει ότι η μονάδα συμπεριφοράς προκαλείται από κάποιο προηγούμενο γεγονός (response, αντίδραση), ενώ αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, ένα χαρακτηριστικό της συντελεστικής συμπεριφοράς είναι το ότι μπορεί να εκδηλωθεί ανεξάρτητα από οποιοδήποτε πρότερο ερέθισμα. Η παραπλανητική αγγλική ορολογία βασίζεται στη μακρά ιστορία που έχει η ψυχολογία ερεθίοματος-αντίδραοης στην αγγλόφωνη κοινότητα ψυχολόγων προτού ο Skinner διακηρύξει την «ελευθερία» της συντελεστικής συμπεριφοράς από αμέσως προηγούμενα γεγονότα.Ο ίδιος ο Skinner μάλιστα απελπίστηκε προσπαθώντας να αποκαταστήσει τα πράγματα. Ευτυχώς, στην ελληνική γλώσσα η ανάλυση της συμπεριφοράς δεν επιβαρύνεται από αυτή την ιστορία, οπότε επιλέχθηκε ένας διαφορετικός όρος για τη μονάδα της μη προκαλούμενης συμπεριφοράς, ο οποίος δείχνει την πιο εύκαμπτη σχέση της συντελεστικής συμπεριφοράς με τα πρότερά της ερεθίσματα: η λέξη δράοη.
|
Δυνατότητα γενίκευσης μεταξύ βιολογικών ειδών
|
generality across species ή interspecies generality
|
Όρος που δηλώνει το κατά πόσο η λειτουργική σχέση που παρατηρήθηκε στο συγκεκριμένο πλαίσιο ενός πειράματος ισχύει όταν το βιολογικό είδος των υποκειμένων είναι διαφορετικό (και επομένως όταν οι συγκεκριμένες διαστάσεις της συμπεριφοράς και του περιβάλλοντος είναι επίσης κάπως διαφορετικές).
|
Δυνατότητα γενίκευσης μεταξύ υποκειμένων
|
generality across subjects ή intersubject generality
|
Όρος που δηλώνει το κατά πόσο η λειτουργική σχέση που παρατηρήθηκε στο συγκεκριμένο πλαίσιο ενός πειράματος ισχύει και για άλλα υποκείμενα του ίδιου βιολογικού είδους.
|
Εγγύτατη προσέγγιση
|
closest approximation
|
Στην εκπαιδευτική ή κλινική εφαρμογή της διαμόρφωσης δράοεων, από τις μορφές δράσης που εκδηλώνονται σε μια συγκεκριμένη περίοδο, αυτή που μοιάζει περισσότερο ή έχει τα περισσότερα κοινά στοιχεία με την επιδιωκόμενη μορφή και η οποία επομένως επιλέγεται για διαφορική ενίοχυση.
|
Εθισμός
|
habituation οf a reinforcer
|
Στη συντελεστική συμπεριφορά, εκμηδενιστική παρωθητική διεργασία στην οποία ένα ενισχυτικό ερέθισμα παρουσιάζεται συνεχώς ή επαναλαμβάνεται συχνά, με συνέπεια να χάνει τη θετικά ή αρνητικά ενισχυτική αποτελεσματικότητά του. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο του κορεσμού ερεθίσματος (ως διεργασία συμπεριφοράς).
|
Είδος ενέργειας ερεθίσματος
|
modality (of a stimulus)
|
Οι λειτουργικές φυσικές διαστάσεις ενός ερεθίσματος και, συγκεκριμένα, εάν είναι χημικό (οσμή, γεύση), πιεστικό (ήχος, αφή) ή ακτινοβολούμενο (φως, θερμότητα).
|
Εκδηλώνεται (ή εμφανίζεται)
|
is emitted ή appears
|
Ρήμα για το συμβάν μιας μονάδας της συντελεστικής συμπεριφοράς το οποίο δηλώνει την ενέργεια ενός οργανισμού χωρίς αναφορά σε αμέσως προηγούμενα γεγονότα (βλ. δράση).
|
Εκδήλωση (ή εμφάνιση) δράσης
|
operant emission
|
Μονάδα της συντελεστικής συμπεριφοράς.Ο όρος χρησιμοποιείται εναλλακτικά προς την απλή δράση και δηλώνει το συμβάν της ενέργειας ενός οργανισμού χωρίς αναφορά σε αμέσως προηγούμενα γεγονότα.
|
Εκμηδενιστική διαδικασία
|
abolishing operation
|
Παρωθητική διαδικασία που μειώνει ή μηδενίζει προσωρινά τη θετικά ή αρνητικά ενισχυτική αποτελεσματικότητα ενός ερεθίσματος ή γεγονότος.
|
Εκούσια συμπεριφορά
|
voluntary behavior
|
Σύμφωνα τόσο με τον Descartes όσο και με την κοινή γνώμη σήμερα, η τάξη συμπεριφορών που δεν φαίνονται να προκαλούνται από ερεθίσματα και αποδίδονται σε ψυχικά γεγονότα (π.χ. βούληση, πρόθεση, θέληση) τα οποία προηγούνται άμεσα της εκδήλωσης συμπεριφοράς. Στην ταξινόμηση της ανάλυσης της συμπεριφοράς αντιστοιχεί στη συντελεστική συμπεριφορά (πρβλ. με ακούσια συμπεριφορά).
|
Εκπαίδευση στη διάκριση σχέσεων με πολλαπλά παραδείγματα
|
multiple exemplar training
|
Διαδικασία για τη δημιουργία συντελεστικών διακρίσεων όπου τα πλαίσια ενίσχυσης (ΕD) και εξάλειψης της ενίσχυσης (ΕΔ) είναι σχετικές γενικεύσιμες διαστάσεις ερεθισμάτων (π.χ. «μεγαλύτερο από», «περισσότερο από», «δενδροειδής», «της ιμπρεσσιονιστικής σχολής» κ.ά.). Αποτελείται από την ενίσχυση δράσεων κατά την παρουσία ενός επιπέδου της διάστασης ερεθισμάτων προς διάκριση (π.χ. κατά την ένδειξη του μεγαλύτερου από δύο αντικείμενα) και την εξάλειψη της ενίσχυσης δράσεων κατά την παρουσία ενός άλλου επιπέδου αυτής της διάστασης (π.χ. κατά την ένδειξη του μικρότερου από δύο αντικείμενα), όπου άλλες διαστάσεις ερεθισμάτων (π.χ. χρώμα, σχήμα, τοποθέτηση κ.α.) μεταβάλλονται ανεξάρτητα από τη διαφορική ενίσχυση δράσεων (π.χ. τα ερεθίσματα είναι άλλοτε μπλε, άλλοτε πράσινα και άλλοτε κόκκινα, οι δράσεις όμως ενισχύονται πάντοτε κατά την ένδειξη των μεγαλύτερων εξ αυτών και ποτέ κατά την ένδειξη των μικρότερων, ανεξάρτητα από τα χρώματά τους).
|
Εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά
|
assertiveness training
|
Χαρακτηριστικό πρόγραμμα παρέμβασης στη θεραπεία συμπεριφοράς. Η ολοκληρωμένη διαμόρφωση ενός ρεπερτορίου γενικευμένης αντίθεσης προτύπου (δηλαδή της εκδήλωσης αντίθετων απόψεων, επιθυμιών, παραπόνων, αποριών κ.λπ.) σε άτομα που συχνά σιωπούν ή υποκύπτουν στις πιέσεις των ισχυρών, μέσω της διαφορικής ενίσχυσης της μίμησης μοντέλων που αντιτίθενται σε ισχυρά, απειλητικά πρότυπα.
|
Εκπαίδευση στη συντελεστική διάκριση «χωρίς λάθη»
|
"errorless" discrimination learning
|
Η αξιοποίηση των διακριτικών ερεθισμάτων μιας υπάρχουσας συντελεστικής διάκρισης ερεθισμάτων για τη δημιουργία μιας καινούργιας διάκρισης. Το υπάρχον ΕD παρουσιάζεται ως σύνθετο ερέθισμα μαζί με το καινούργιο ΕD, και το υπάρχον ΕΔ παρουσιάζεται ως σύνθετο ερέθισμα μαζί με το καινούργιο ΕΔ.Οι διαστάσεις των υπαρχόντων διακριτικών ερεθισμάτων εξαφανίζονται προοδευτικά μέχρις ότου να μη διακρίνονται (γνωστό ως βαθμιαία εξαφάνιση του ΕD και του ΕΔ ) ή οι διαστάσεις των καινούργιων διακριτικών ερεθισμάτων επεκτείνονται ή ενδυναμώνονται προοδευτικά (γνωστό ως βαθμιαία εμφάνιση του ED και του EΔ) μέχρις ότου να ελέγχουν από μόνα τους την πιθανότητα εκδήλωσης δράσεων.
|
«έκρηξη» δράσεων λόγω εξάλειψης της ενίσχυσης
|
extinction "burst"
|
Η απότομη και προσωρινή αύξηση στη συχνότητα και στη μεταβλητότητα της μορφής δράσεων, που παρατηρείται συχνά όταν οι δράσεις αυτές παύουν να παράγουν θετικά ενισχυτικά ερεθίσματα ή να τερματίζουν αρνητικά ενισχυτικά ερεθίσματα (βλ.επαγωγή δράσεων).
|
Εκτεταμένη ατομική ανάλυση της συμπεριφοράς
|
intensive analysis of the behavior of individuals ή single subject method ή low N method
|
Πειραματική μέθοδος κατά την οποία οι επιδράσεις των εξωγενών μεταβλητών ελέγχονται άμεσα μέχρι το επίπεδο της υπό μελέτη εξαρτημένης μεταβλητής να είναι σταθερό, οπότε γίνεται ο χειρισμός της ανεξάρτητης μεταβλητής. Η αξιοπιστία των επιδράσεων του πειραματικού χειρισμού ταυτίζεται με την τάξη της χωροχρονικής σχέσης μεταξύ επιπέδων ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών κατά την εκτεταμένη ανάλυση της επίδρασης του πειραματικού χειρισμού με κάθε υποκείμενο (πρβλ. με ομαδική-στατιστική μέθοδο).
|
Έλεγχος της συμπεριφοράς
|
control of behavior
|
Στην κοινή γνώμη, έχει την έννοια της χρήσης τιμωρίας και απειλών τιμωρίας για την άσκηση εξουσίας στη συμπεριφορά των άλλων. Στη συμπεριφοριστική προσέγγιση ο όρος έχει μια γενικότερη έννοια: σημαίνει οποιαδήποτε λειτουργική ή αιτιώδη σχέση μεταξύ συμπεριφοράς και άλλων υλικών γεγονότων, με την εμπλοκή είτε αρνητικά είτε θετικά ενισχυτικών ερεθισμάτων, τα οποία μπορεί να έχουν κοινωνική προέλευση αλλά μπορεί και όχι.
|
Έμμεση-εσωτερική ενίσχυση
|
vicarious reinforcement
|
Εξηγητική έννοια της γνωστικής προσέγγισης του A. Bandura, σύμφωνα με την οποία τα επιτυχημένα πρότυπα γίνονται αντικείμενο μίμησης πιο συχνά από ότι τα αποτυχημένα πρότυπα.Ο μιμητής συμμετέχει νοερά ή συμβολικά στη συμπεριφορά του μοντέλου ,και αυτή η νοητική δραστηριότητα ενισχύεται έμμεσα ή συμβολικά (και έμφυτα) από τις συνέπειες της συμπεριφοράς του μοντέλου.Η προσέγγιση του συμπεριφορισμού επεξηγεί αυτό το φαινόμενο χωρίς αναφορά σε υποθετικούς μηχανισμούς του νου. Σύμφωνα με τη συμπεριφοριστική θεώρηση, η μίμηση προτύπου ενισχύεται συχνά όταν η συμπεριφορά του μοντέλου είναι αποτελεσματική, αλλά ενισχύεται σπάνια όταν η συμπεριφορά του μοντέλου αποτυχαίνει, οπότε τα επιτυχημένα μοντέλα προξενούν (ως πλαίσια ενίσχυσης ΕD) την εκδήλωση της μίμησης, ενώ τα αποτυχημένα μοντέλα (ως πλαίσια μη ενίσχυσης ΕΔ) την αναστέλλουν .
|
Eνδελεχές διακριτικό ρεπερτόριο
|
fine-grained discriminative repertoire
|
Πολύπλοκη συντελεστική διάκριση ερεθισμάτων στην οποία οι δράσεις ενισχύονται εξαρτημένα από κάποια σχέση μεταξύ ερεθισμάτων (π.χ. αντιστοιχία, σχετική τοποθέτηση, ισορροπία) που παράγεται από αυτές μόνο με την κατάλληλη και συνεχή προσαρμογή της μορφής τους. Η σχέση ερεθισμάτων αφενός αλλάζει συνεχώς ως αποτέλεσμα των δράσεων και αφετέρου προξενεί αντίστοιχα λεπτές αλλαγές στη μορφή της επόμενης δράσης, ώστε να διατηρείται η ενισχυτική σχέση ερεθισμάτων.
|